Το να είναι εργαζόμενοι και οι δύο γονείς δεν είναι κάτι νέο για την ελληνική οικογένεια. Μέχρι και λίγα χρόνια μετά τη λήξη τον β’ παγκοσμίου πολέμου, στην περιφέρεια όπου ζούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, γυναίκες και άντρες απασχολούνταν στην πλειονότητα τους σε τοπικές οικογενειακές επιχειρήσεις, συνήθως του πρωτογενούς τομέα, ενώ συμμετείχαν περιστασιακά και τα παιδιά, τα όποια πολλές φορές ακολουθούσαν την ίδια επαγγελματική διαδρομή. ‘Ολα αυτά άρχισαν να αλλάζουν από τη δεκαετία του ’60 περίπου, όταν παρουσιάστηκε το φαινόμενο της αστυφιλίας και άρχισε να ανακόπτεται η συμμετοχή της μητέρας στα οικονομικά βάρη της οικογένειας. Τις τελευταίες δεκαετίες το οικογενειακό μοντέλο έχει εκ νέον μεταβληθεί. Είναι σύνηθες πλέον, να απασχολείται η μητέρα και να συνδράμει σημαντικά στα οικονομικά της οικογένειας, οδηγώντας σε νέες προκλήσεις.
Αποτελεί γεγονός πως τα παιδιά στο ξεκίνημα της ζωής τους χρειάζονται φροντίδα για να αναπτυχτούν σε σωματικό, γνωστικό και ψνχοκοινωνικό επίπεδο. Ο εγκέφαλος αναπτύσσεται και μεταβάλλεται ραγδαία, ενώ ξεκινούν να ερμηνεύουν το κόσμο γύρω τους και να χτίζουν την αυτοεκτίμησή τους. Ταυτόχρονα οι γονείς- και ιδιαίτερα οι νεότεροι από αυτούς- είναι σε ηλικία κατά την οποία δημιουργούν τις επαγγελματικές τους καριέρες, γεμάτοι όνειρα για καταξίωση και επιτυχία. Η εύρεση ισορροπίας ανάμεσα στούς δυο ρόλούς δοκιμάζει όχι μόνο τον κάθε γονέα ξεχωριστά, αλλά πολλές φορές και τη σχέση του ζευγαριού. Η μητέρα, έχοντας πλέον και το ρόλο της εργαζόμενης, δέχεται τις μεγαλύτερες «πιέσεις» αφού ακόμη στα σύγχρονα ζευγάρια στην Ελλάδα ο σύζυγος συνεχίζει να έχει μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην φροντίδα τον σπιτιού, αλλά και των παιδιών.
Υπήρχε στο παρελθόν η πεποίθηση ότι η απουσία και των δυο γονέων για επαγγελματικούς λόγους θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, ενώ ορισμένοι ερευνητές ανέφεραν συσχέτιση και με συμπεριφορές υψηλού κινδύνου στην εφηβεία. Πρόσφατες έρεύνες ωστόσο αποδεικνύούν ότι οι ικανοποιημένες από την εργασία τους μητέρες έχουν περισσότερες εναλλακτικές και αφιερώνούν ποιοτικό χρόνο, παρά την σωματική κούραση. Η αποτελεσματικότητά τους στο οικογενειακό πεδίο δεν φαίνεται να υπολείπεται, ενώ οι συμπεριφορές μιας ανήσύχης εφηβείας αποτελούν πολυπαραγοντική έκφραση. Παράλληλα, οι σύζυγοι εκτιμούν τη συνδρομή της συντρόφου τους και συμμετέχουν θετικά στην καθημερινή φροντίδα τον σπιτιού. Σε όλα όμως χρειάζεται το μέτρο και βέβαια καθημερινός αγώνας στην τήρηση των ισορροπιών, προκειμένου η σχέση τον ζευγαριού να διατηρηθεί ζωντανή, ουσιαστική και ενδιαφέρούσα. Σημειώνεται ότι ένας από τους λόγους πού οδηγούν στην αύξηση τον αριθμού των διαζυγίων στη χώρα μας είναι η έλλειψη χρόνου για συντροφικότητα και προσωπικές στιγμές που είναι σημαντικό να απολαμβάνουν δύο σύζυγοι, με τελική έκβαση την αποξένωσή τους.
Η γιαγιά και ο παππούς έχουν το δικό τους ρόλο στη σύγχρονη Ελληνική οικογένεια. Συχνά είναι τα μόνα άτομα εμπιστοσύνης για τη φροντίδα και φύλαξη των παιδιών. Τα παιδιά απολαμβάνουν τη συντροφιά και τις ιστορίες από το παρελθόν, τα παραμύθια και τα καλοπιάσματα. Ωστόσο, οι παππούδες μπορεί να είναι ιδιαίτερα υποχωρητικοί και ανεκτικοί στις επιθυμίες των μικρών, ενίοτε υπερβολικές ή/και παράλογες. Το τελευταίο δημιουργεί εντάσεις ανάμεσα στους γονείς και τους γονείς τους, ιδιαίτερα εάν δίνονται αντιφατικά μηνύματα. Επιστρέφοντας από την εργασία τους οι γονείς προσδοκούν να βρούν τα παιδιά ασφαλή, ευχαριστημένα, έχοντας λάβει την αγωγή που εκείνοι έχουν επιλέξει…